Ενότητα 6: Οι
φίλοι μας, οι φίλες μας
Ομώνυμες - Παρώνυμες
Ομώνυμες είναι
οι λέξεις που προφέρονται το ίδιο, αλλά έχουν διαφορετική σημασία.
Παρώνυμες είναι
οι λέξεις που μοιάζουν στην προφορά, αλλά έχουν διαφορετική σημασία.
Η διαφορά
ανάμεσα στις ομώνυμες και παρώνυμες λέξεις είναι ότι ομώνυμες έχουν την ίδια
προφορά, ενώ οι παρώνυμες παρόμοια προφορά.
Η ομοιότητα
ανάμεσα στις ομώνυμες και παρώνυμες λέξεις είναι ότι έχουν διαφορετική σημασία.
|
Ομώνυμες |
|
δανεικός (που τον έχει δανείσει) – δανικός (από τη Δανία) |
|
διάλειμμα (διακοπή από μια δραστηριότητα, πχ. στο σχολείο) –
διάλυμα (υγρού, στη χημεία) |
|
σήκω (πάνω) – σύκο (φρούτο) |
|
πήρα (κάτι) – (αυτός έχει) πείρα |
|
εφορία (οικονομική υπηρεσία) – ευφορία (πλούσια παραγωγή) |
|
κλείνω (το παράθυρο) – κλίνω (το ρήμα) |
|
κλίμα (της χώρας) – κλήμα (αμπέλι) |
|
κριτικός (αυτός που κάνει κριτική) – κρητικός (αυτός που
κατάγεται από την Κρήτη) |
|
λίρα (νόμισμα) – λύρα (μουσικό όργανο) |
|
λιμός (πείνα) – λοιμός (αρρώστια) |
|
όρος (συμφωνία) – όρος (βουνό) |
|
τοίχος (σπιτιού) – τείχος (της πόλης) |
|
φύλλο (δέντρου) – φύλο (άντρας ή γυναίκα) |
|
ψηλός (αυτός που έχει ύψος) – ψιλός (λεπτός) |
|
πάλι (ξανά) – πάλη (διαμάχη) |
|
είδη (πληθυντικός της λέξης «είδος») – ήδη (κιόλας) |
|
δύστυχο (ουδέτερο του επιθέτου «δύστυχος») – δίστιχο (αυτό που
έχει δυο στίχους) |
|
τυρί – τηρεί (από το ρήμα «τηρώ») |
|
κόμμα (σημείο στίξης) – κώμα (απώλεια κινητικότητας, συνείδησης
κα.) |
|
φιλί – φυλή (ομάδα ανθρώπων με κοινή καταγωγή) |
|
σκηνή - σκοινί |
|
Μήλος (νησί) – μύλος |
|
βάζο - βάζω |
|
Παρώνυμες |
|
αμυγδαλιές (δέντρα) – αμυγδαλές (αδένες) |
|
αμαρτωλός (αυτός που έχει κάνει αμαρτίες) – αρματολός (αυτός που
κρατάει άρματα) |
|
εγκληματώ (κάνω έγκλημα) – εγκλιματίζω (εισάγω κάποιον με ομαλό
τρόπο στις κλιματικές ή άλλες συνθήκες) |
|
Ινδός (από την Ινδία) – Ινδιάνος (ιθαγενής της Αμερικής) |
|
στερώ (παίρνω κάτι που ανήκει σε άλλον) – υστερώ (μένω πίσω) |
|
στήλη (επιτύμβια) – στύλος (η κολόνα) |
|
σφήκα (έντομο) – σφίγγα (μυθολογικό τέρας) |
|
τεχνικός (έχει σχέση με μια τέχνη) – τεχνητός (αυτός που δεν
είναι φυσικός) |
|
ωμός (αυτός που δεν έχει ψηθεί) – ώμος (μέρος του σώματος) |
|
βράχια (πληθυντικός της λέξης «βράχος») - βράγχια (αναπνευστικό όργανο για τα ψάρια) |
|
νότος (σημείο του ορίζοντα) – νώτα (πλάτη) |
|
γιαλός (ακρογιαλιά) – γυαλί |
|
υπογραφή – υπογράφει |
|
χορός – χώρος |
|
αφίσα – άφησα |
|
παρέκκλιση (παράγεται από το ρήμα «παρεκκλίνω») – παρεκκλήσι (μικρή
εκκλησία) |
|
Τονικά παρώνυμα |
|
γέρνω – γερνώ |
|
γέρος – γερός |
|
νόμος – νομός |
|
παίρνω – περνώ |
|
πίνω – πεινώ |
|
σχολείο – σχόλιο |
|
χώρος – χορός |
0 Σχόλια