Ad Code

Ενότητα 2 Γλώσσα Θεωρία "Η ζωή στην πόλη" Κλίση ρήματος α΄ συζυγίας σε όλες τις εγκλίσεις



Κλίση ρήματος α' συζυγίας σε όλες τις εγκλίσεις



Ρήματα α΄ συζυγίας είναι τα ρήματα που λήγουν σε -ω (άτονο) στην οριστική του ενεστώτα της ενεργητικής φωνής. Πχ. χτενίζω
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
χτενίζω
χτένιζα
χτένισα
θα χτενίζω
χτενίζεις
χτένιζες
χτένισες
θα χτενίζεις
χτενίζει
χτένιζε
χτένισε
θα χτενίζει
χτενίζουμε
χτενίζαμε
χτενίσαμε
θα χτενίζουμε
χτενίζετε
χτενίζατε
χτενίσατε
θα χτενίζετε
χτενίζουν
χτένιζαν
χτένισαν
θα χτενίζουν

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
θα χτενίσω
έχω  χτενίσει
είχα  χτενίσει
θα έχω  χτενίσει
θα χτενίσεις
έχεις  χτενίσει
είχες  χτενίσει
θα έχεις  χτενίσει
θα χτενίσει
έχει  χτενίσει
είχε  χτενίσει
θα έχει  χτενίσει
θα χτενίσουμε
έχουμε χτενίσει
είχαμε χτενίσει
θα έχουμε χτενίσει
θα χτενίσετε
έχετε χτενίσει
είχατε χτενίσει
θα έχετε χτενίσει
θα χτενίσουν
έχουν χτενίσει
είχαν χτενίσει
θα έχουν χτενίσει


ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
να χτενίζω
να χτενίσω
να χτενίζεις
να χτενίσεις
να χτενίζει
να χτενίσει
να χτενίζουμε
να χτενίσουμε
να χτενίζετε
να χτενίσετε
να χτενίζουν
να χτενίσουν














ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
-
-
χτένιζε
χτένισε
-
-
-
-
χτενίζετε
χτενίστε
-
-














ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
χτενίζω
να χτενίζω
-
χτενίζεις
να χτενίζεις
χτένιζε
χτενίζει
να χτενίζει
-
χτενίζουμε
να χτενίζουμε
-
χτενίζετε
να χτενίζετε
χτενίζετε
χτενίζουν
να χτενίζουν
-












ΑΟΡΙΣΤΟΣ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
χτένισα
να χτενίσω
-
χτένισες
να χτενίσεις
χτένισε
χτένισε
να χτενίσει
-
χτενίσαμε
να χτενίσουμε
-
χτενίσατε
να χτενίσετε
χτενίστε
χτένισαν
να χτενίσουν
-












Ρήματα α΄ συζυγίας είναι τα ρήματα που λήγουν σε -ομαι στην οριστική του ενεστώτα της παθητικής φωνής. Πχ. χτενίζομαι
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
χτενίζομαι
χτενιζόμουν
χτενίστηκα
θα χτενίζομαι
χτενίζεσαι
χτενιζόσουν
χτενίστηκες
θα χτενίζεσαι
χτενίζεται
χτενιζόταν
χτενίστηκε
θα χτενίζεται
χτενιζόμαστε
χτενιζόμασταν
χτενιστήκαμε
θα χτενιζόμαστε
χτενίζεστε
χτενιζόσασταν
χτενιστήκατε
θα χτενίζεστε
χτενίζονται
χτενίζονταν
χτενίστηκαν
θα χτενίζονται

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
θα χτενιστώ
έχω  χτενιστεί
είχα  χτενιστεί
θα έχω  χτενιστεί
θα χτενιστείς
έχεις  χτενιστεί
είχες  χτενιστεί
θα έχεις  χτενιστεί
θα χτενιστεί
έχει  χτενιστεί
είχε   χτενιστεί
θα έχει  χτενιστεί
θα χτενιστούμε
έχουμε χτενιστεί
είχαμε  χτενιστεί
θα έχουμε  χτενιστεί
θα χτενιστείτε
έχετε χτενιστεί
είχατε  χτενιστεί
θα έχετε  χτενιστεί
θα χτενιστούν
έχουν χτενιστεί
είχαν  χτενιστεί
θα έχουν  χτενιστεί

 


ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
να χτενίζομαι
να χτενιστώ
να χτενίζεσαι
να χτενιστείς
να χτενίζεται
να χτενιστεί
να χτενιζόμαστε
να χτενιστούμε
να χτενίζεστε
να χτενιστείτε
να χτενίζονται
να χτενιστούν















ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
-
-
-
χτενίσου
-
-
-
-
-
χτενιστείτε
-
-















ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
χτενίζομαι
να χτενίζομαι
-
χτενίζεσαι
να χτενίζεσαι
-
χτενίζεται
να χτενίζεται
-
χτενιζόμαστε
να χτενιζόμαστε
-
χτενίζεστε
να χτενίζεστε
-
χτενίζονται
να χτενίζονται
-












ΑΟΡΙΣΤΟΣ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
χτενίστηκα
να χτενιστώ
-
χτενίστηκες
να χτενιστείς
χτενίσου
χτενίστηκε
να χτενιστεί
-
χτενιστήκαμε
να χτενιστούμε
-
χτενιστήκατε
να χτενιστείτε
χτενιστείτε
χτενίστηκαν
να χτενιστούν
-


 
Close Menu