Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | |
Ενικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ο δασώδης | η δασώδης | το δασώδες |
Γενική | του δασώδους | της δασώδους | του δασώδους |
Αιτιατική | τον δασώδη | τη δασώδη | το δασώδες |
Κλητική | (δασώδη) | (δασώδη) | (δασώδες) |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | οι δασώδεις | οι δασώδεις | τα δασώδη |
Γενική | των δασωδών | των δασωδών | των δασωδών |
Αιτιατική | τους δασώδεις | τις δασώδεις | τα δασώδη |
Κλητική | (δασώδεις) | (δασώδεις) | (δασώδη) |
0 Σχόλια