Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | |
Ενικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ο αμμώδης | η αμμώδης | το αμμώδες |
Γενική | του αμμώδους | της αμμώδους | του αμμώδους |
Αιτιατική | τον αμμώδη | τη αμμώδη | το αμμώδες |
Κλητική | (αμμώδη) | (αμμώδη) | (αμμώδες) |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | οι αμμώδεις | οι αμμώδεις | τα αμμώδη |
Γενική | των αμμωδών | των αμμωδών | των αμμωδών |
Αιτιατική | τους αμμώδεις | τις αμμώδεις | τα αμμώδη |
Κλητική | (αμμώδεις) | (αμμώδεις) | (αμμώδη) |
0 Σχόλια