Ad Code

δένω - δένομαι

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

δένω

έδενα

έδεσα

θα δένω

δένεις

έδενες

έδεσες

θα δένεις

δένει

έδενε

έδεσε

θα δένει

δένουμε

δέναμε

δέσαμε

θα δένουμε

δένετε

δένατε

δέσατε

θα δένετε

δένουν

έδεναν

έδεσαν

θα δένουν


 

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

θα δέσω

έχω  δέσει

είχα δέσει

θα έχω  δέσει

θα δέσεις

έχεις  δέσει

είχες  δέσει

θα έχεις  δέσει

θα δέσει

έχει  δέσει

είχε  δέσει

θα έχει  δέσει

θα δέσουμε

έχουμε δέσει

είχαμε δέσει

θα έχουμε δέσει

θα δέσετε

έχετε δέσει

είχατε δέσει

θα έχετε δέσει

θα δέσουν

έχουν δέσει

είχαν δέσει

θα έχουν δέσει

 

 

 

 

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

να δένω

να δέσω

να δένεις

να δέσεις

να δένει

να δέσει

να δένουμε

να δέσουμε

να δένετε

να δέσετε

να δένουν

να δέσουν

 

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

-

-

δένε

δέσε

-

-

-

-

δένετε

δέστε

-

-

 

 

 

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

 

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

δένω

να δένω

-

δένεις

να δένεις

δένε

δένει

να δένει

-

δένουμε

να δένουμε

-

δένετε

να δένετε

δένετε

δένουν

να δένουν

-

 

 

 

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

 

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

έδεσα

να δέσω

-

έδεσες

να δέσεις

δέσε

έδεσε

να δέσει

-

δέσαμε

να δέσουμε

-

δέσατε

να δέσετε

δέστε

έδεσαν

να δέσουν

-

 

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

δένομαι

δενόμουν

Δέθηκα

θα δένομαι

δένεσαι

δενόσουν

Δέθηκες

θα δένεσαι

δένεται

δενόταν

Δέθηκε

θα δένεται

δενόμαστε

δενόμασταν

Δεθήκαμε

θα δενόμαστε

δένεστε

δενόσασταν

Δεθήκατε

θα δένεστε

δένονται

δένονταν

Δέθηκαν

θα δένονται

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

θα δεθώ

έχω  δεθεί

είχα  δεθεί

θα έχω  δεθεί

θα δεθείς

έχεις  δεθεί

είχες  δεθεί

θα έχεις  δεθεί

θα δεθεί

έχει  δεθεί

είχε   δεθεί

θα έχει  δεθεί

θα δεθούμε

έχουμε δεθεί

είχαμε  δεθεί

θα έχουμε  δεθεί

θα δεθείτε

έχετε δεθεί

είχατε  δεθεί

θα έχετε  δεθεί

θα δεθούν

έχουν δεθεί

είχαν  δεθεί

θα έχουν  δεθεί

 

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

να δένομαι

να δεθώ

να δένεσαι

να δεθείς

να δένεται

να δεθεί

να δενόμαστε

να δεθούμε

να δένεστε

να δεθείτε

να δένονται

να δεθούν

 

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

-

-

-

δέσου

-

-

-

-

-

δεθείτε

-

-

 

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

δένομαι

να δένομαι

-

δένεσαι

να δένεσαι

-

δένεται

να δένεται

-

δενόμαστε

να δενόμαστε

-

δένεστε

να δένεστε

-

δένονται

να δένονται

-

 

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

δέθηκα

να δεθώ

-

δέθηκες

να δεθείς

δέσου

δέθηκε

να δεθεί

-

δεθήκαμε

να δεθούμε

-

δεθήκατε

να δεθείτε

δεθείτε

δέθηκαν

να δεθούν

-

 Δείτε επίσης:

ντύνω - ντύνομαι

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

Close Menu