Ad Code

προβάλλω

Κλίση του ρήματος «προβάλλω»

Ενεστώτα

Παρατατικός

Αόριστος

Εξακολουθητικός
Μέλλοντας

προβάλλω

ανέβαλλα

ανέβαλα

θα προβάλλω

προβάλλεις

ανέβαλλες

ανέβαλες

θα προβάλλεις

προβάλλει

ανέβαλλε

ανέβαλε

θα προβάλλει

προβάλλουμε

προβάλλαμε

προβάλαμε

θα προβάλλουμε

προβάλλετε

προβάλλατε

προβάλατε

θα προβάλλετε

προβάλλουν

ανέβαλλαν

ανέβαλαν

θα προβάλλουν

 

Στιγμιαίος / Συνοπτικός Μέλλοντας

Παρακείμενος

Υπερσυντέλικος

Συντελεσμένος Μέλλοντας

θα προβάλω

έχω προβάλει

είχα προβάλει

θα έχω προβάλει

θα προβάλεις

έχεις προβάλει

είχες προβάλει

θα έχεις προβάλει

θα προβάλει

έχει προβάλει

είχε προβάλει

θα έχει προβάλει

θα προβάλουμε

έχουμε προβάλει

είχαμε προβάλει

θα έχουμε προβάλει

θα προβάλετε

έχετε προβάλει

είχατε προβάλει

θα έχετε προβάλει

θα προβάλουν

έχουν προβάλει

είχαν προβάλει

θα έχουν προβάλει

 

 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

Close Menu