Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | |
Ενικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ο δηλητηριώδης | η δηλητηριώδης | το δηλητηριώδες |
Γενική | του δηλητηριώδους | της δηλητηριώδους | του δηλητηριώδους |
Αιτιατική | τον δηλητηριώδη | τη δηλητηριώδη | το δηλητηριώδες |
Κλητική | (δηλητηριώδη) | (δηλητηριώδη) | (δηλητηριώδες) |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | οι δηλητηριώδεις | οι δηλητηριώδεις | τα δηλητηριώδη |
Γενική | των δηλητηριωδών | των δηλητηριωδών | των δηλητηριωδών |
Αιτιατική | τους δηλητηριώδεις | τις δηλητηριώδεις | τα δηλητηριώδη |
Κλητική | (δηλητηριώδεις) | (δηλητηριώδεις) | (δηλητηριώδη) |
0 Σχόλια