Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | |
Ενικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ο ευώδης | η ευώδης | το ευώδες |
Γενική | του ευώδους | της ευώδους | του ευώδους |
Αιτιατική | τον ευώδη | τη ευώδη | το ευώδες |
Κλητική | (ευώδη) | (ευώδη) | (ευώδες) |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | οι ευώδεις | οι ευώδεις | τα ευώδη |
Γενική | των ευωδών | των ευωδών | των ευωδών |
Αιτιατική | τους ευώδεις | τις ευώδεις | τα ευώδη |
Κλητική | (ευώδεις) | (ευώδεις) | (ευώδη) |
0 Σχόλια