Ad Code

Κλίση του ρήματος «αναβάλλω»

 Κλίση του ρήματος «αναβάλλω»

Ενεστώτα

Παρατατικός

Αόριστος

Εξακολουθητικός
Μέλλοντας

αναβάλλω

ανέβαλλα

ανέβαλα

θα αναβάλλω

αναβάλλεις

ανέβαλλες

ανέβαλες

θα αναβάλλεις

αναβάλλει

ανέβαλλε

ανέβαλε

θα αναβάλλει

αναβάλλουμε

αναβάλλαμε

αναβάλαμε

θα αναβάλλουμε

αναβάλλετε

αναβάλλατε

αναβάλατε

θα αναβάλλετε

αναβάλλουν

ανέβαλλαν

ανέβαλαν

θα αναβάλλουν

 

Στιγμιαίος / Συνοπτικός Μέλλοντας

Παρακείμενος

Υπερσυντέλικος

Συντελεσμένος Μέλλοντας

θα αναβάλω

έχω αναβάλει

είχα αναβάλει

θα έχω αναβάλει

θα αναβάλεις

έχεις αναβάλει

είχες αναβάλει

θα έχεις αναβάλει

θα αναβάλει

έχει αναβάλει

είχε αναβάλει

θα έχει αναβάλει

θα αναβάλουμε

έχουμε αναβάλει

είχαμε αναβάλει

θα έχουμε αναβάλει

θα αναβάλετε

έχετε αναβάλει

είχατε αναβάλει

θα έχετε αναβάλει

θα αναβάλουν

έχουν αναβάλει

είχαν αναβάλει

θα έχουν αναβάλει

 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

Close Menu