Ποιώ = κάνω, δημιουργώ, κατασκευάζω (στα αρχαία ελληνικά)
Παράγωγες λέξεις με το ρήμα «ποιώ»: ποιητής, ποιήτρια, ποίηση, ποίημα
Σύνθετες λέξεις με το ρήμα «ποιώ» που λήγουν σε:
· -ποιος πχ.
αρτοποιός (= αυτός που φτιάχνει το ψωμί)
· -ποιείο πχ.
αρτοποιείο (= το μέρος που φτιάχνεται το ψωμί)
· -ποιητος πχ.
χειροποίητος
Έπιπλο |
Επιπλοποιός |
Επιπλοποιείο |
Άρτος |
Αρτοποιός |
Αρτοποιείο |
Φάρμακο |
Φαρμακοποιός |
Φαρμακοποιείο |
Άρωμα |
Αρωματοποιός |
Αρωματοποιείο |
Ποτό |
Ποτοποιός |
Ποτοποιείο |
Υπόδημα |
Υποδηματοποιός |
Υποδηματοποιείο |
Αγάλματα |
Αγαλματοποιός |
Αγαλματοποιείο |
Ρολόι |
Ωρολογοποιός |
Ωρολογοποιείο
|
0 Σχόλια