Ad Code

καθαρίζω - καθαρίζομαι

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

καθαρίζω

καθάριζα

καθάρισα

θα καθαρίζω

καθαρίζεις

καθάριζες

καθάρισες

θα καθαρίζεις

καθαρίζει

καθάριζε

καθάρισε

θα καθαρίζει

καθαρίζουμε

καθαρίζαμε

καθαρίσαμε

θα καθαρίζουμε

καθαρίζετε

καθαρίζατε

καθαρίσατε

θα καθαρίζετε

καθαρίζουν

καθάριζαν

καθάρισαν

θα καθαρίζουν

 

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

θα καθαρίσω

έχω  καθαρίσει

είχα καθαρίσει

θα έχω  καθαρίσει

θα καθαρίσεις

έχεις  καθαρίσει

είχες  καθαρίσει

θα έχεις  καθαρίσει

θα καθαρίσει

έχει  καθαρίσει

είχε  καθαρίσει

θα έχει  καθαρίσει

θα καθαρίσουμε

έχουμε καθαρίσει

είχαμε καθαρίσει

θα έχουμε καθαρίσει

θα καθαρίσετε

έχετε καθαρίσει

είχατε καθαρίσει

θα έχετε καθαρίσει

θα καθαρίσουν

έχουν καθαρίσει

είχαν καθαρίσει

θα έχουν καθαρίσει

 

 

 

 

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

να καθαρίζω

να καθαρίσω

να καθαρίζεις

να καθαρίσεις

να καθαρίζει

να καθαρίσει

να καθαρίζουμε

να καθαρίσουμε

να καθαρίζετε

να καθαρίσετε

να καθαρίζουν

να καθαρίσουν

 

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

-

-

καθάριζε

καθάρισε

-

-

-

-

καθαρίζετε

καθαρίστε

-

-

 

 

 

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

 

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

καθαρίζω

να καθαρίζω

-

καθαρίζεις

να καθαρίζεις

καθάριζε

καθαρίζει

να καθαρίζει

-

καθαρίζουμε

να καθαρίζουμε

-

καθαρίζετε

να καθαρίζετε

καθαρίζετε

καθαρίζουν

να καθαρίζουν

-

 

 

 

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

 

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

καθάρισα

να καθαρίσω

-

καθάρισες

να καθαρίσεις

καθάρισε

καθάρισε

να καθαρίσει

-

καθαρίσαμε

να καθαρίσουμε

-

καθαρίσατε

να καθαρίσετε

καθαρίστε

καθάρισαν

να καθαρίσουν

-

 

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

καθαρίζομαι

καθαριζόμουν

καθαρίστηκα

θα καθαρίζομαι

καθαρίζεσαι

καθαριζόσουν

καθαρίστηκες

θα καθαρίζεσαι

καθαρίζεται

καθαριζόταν

καθαρίστηκε

θα καθαρίζεται

καθαριζόμαστε

καθαριζόμασταν

καθαριστήκαμε

θα καθαριζόμαστε

καθαρίζεστε

καθαριζόσασταν

καθαριστήκατε

θα καθαρίζεστε

καθαρίζονται

καθαρίζονταν

καθαρίστηκαν

θα καθαρίζονται

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

θα καθαριστώ

έχω  καθαριστεί

είχα  καθαριστεί

θα έχω  καθαριστεί

θα καθαριστείς

έχεις  καθαριστεί

είχες  καθαριστεί

θα έχεις  καθαριστεί

θα καθαριστεί

έχει  καθαριστεί

είχε   καθαριστεί

θα έχει  καθαριστεί

θα καθαριστούμε

έχουμε καθαριστεί

είχαμε  καθαριστεί

θα έχουμε  καθαριστεί

θα καθαριστείτε

έχετε καθαριστεί

είχατε  καθαριστεί

θα έχετε  καθαριστεί

θα καθαριστούν

έχουν καθαριστεί

είχαν  καθαριστεί

θα έχουν  καθαριστεί

 

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

να καθαρίζομαι

να καθαριστώ

να καθαρίζεσαι

να καθαριστείς

να καθαρίζεται

να καθαριστεί

να καθαριζόμαστε

να καθαριστούμε

να καθαρίζεστε

να καθαριστείτε

να καθαρίζονται

να καθαριστούν

 

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

-

-

-

καθαρίσου

-

-

-

-

-

καθαριστείτε

-

-

 

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

καθαρίζομαι

να καθαρίζομαι

-

καθαρίζεσαι

να καθαρίζεσαι

-

καθαρίζεται

να καθαρίζεται

-

καθαριζόμαστε

να καθαριζόμαστε

-

καθαρίζεστε

να καθαρίζεστε

-

καθαρίζονται

να καθαρίζονται

-

 

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

καθαρίστηκα

να καθαριστώ

-

καθαρίστηκες

να καθαριστείς

καθαρίσου

καθαρίστηκε

να καθαριστεί

-

καθαριστήκαμε

να καθαριστούμε

-

καθαριστήκατε

να καθαριστείτε

καθαριστείτε

καθαρίστηκαν

να καθαριστούν

-

 

 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

Close Menu