Ad Code

κυλάω/κυλώ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

κυλάω/κυλώ

κυλούσα

κύλησα

θα κυλάω/κυλώ

κυλάς

κυλούσες

κύλησες

θα κυλάς

κυλάει/κυλά

κυλούσε

κύλησε

θα κυλάει/κυλά

κυλάμε

κυλούσαμε

κυλήσαμε

θα κυλάμε

κυλάτε

κυλούσατε

κυλήσατε

θα κυλάτε

κυλούν

κυλούσαν

κύλησαν

θα κυλούν


 

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

θα κυλήσω

έχω  κυλήσει

είχα κυλήσει

θα έχω  κυλήσει

θα κυλήσεις

έχεις  κυλήσει

είχες  κυλήσει

θα έχεις  κυλήσει

θα κυλήσει

έχει  κυλήσει

είχε  κυλήσει

θα έχει  κυλήσει

θα κυλήσουμε

έχουμε κυλήσει

είχαμε κυλήσει

θα έχουμε κυλήσει

θα κυλήσετε

έχετε κυλήσει

είχατε κυλήσει

θα έχετε κυλήσει

θα κυλήσουν

έχουν κυλήσει

είχαν κυλήσει

θα έχουν κυλήσει

 

 

 

 

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ/ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

να κυλάω/κυλώ

να κυλήσω

να κυλάς

να κυλήσεις

να κυλάει/κυλά

να κυλήσει

να κυλάμε

να κυλήσουμε

να κυλάτε

να κυλήσετε

να κυλούν

να κυλήσουν

 

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΕΓΚΛΙΣΗ

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ/ ΑΟΡΙΣΤΟΣ

-

-

κύλα

κύλησε

-

-

-

-

κυλάτε

κυλήστε

-

-

 

 

 

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

 

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

κυλάω/κυλώ

να κυλάω/κυλώ

-

κυλάς

να κυλάς

κύλα

κυλάει/κυλά

να κυλάει/κυλά

-

κυλάμε

να κυλάμε

-

κυλάτε

να κυλάτε

κυλάτε

κυλούν

να κυλούν

-

 

 

 

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

 

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

κύλησα

να κυλήσω

-

κύλησες

να κυλήσεις

κύλησε

κύλησε

να κυλήσει

-

κυλήσαμε

να κυλήσουμε

-

κυλήσατε

να κυλήσετε

κυλήστε

κύλησαν

να κυλήσουν

-

 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

Close Menu